παρείας

παρείας
πᾰρείας, ου, , mostly Adj., π. ὄφις
A reddish-brown snake, sacred to Asclepius, Cratin.225 (pl.), Ar.Pl.690, D.18.260 (pl.) ; π. alone, Hyp.Fr.80, Thphr.Char.16.4 ; ὁ παρείας ἢ παρούας,
A

οὕτω γὰρ Ἀπολλόδωρος ἐθέλει Ael.NA8.12

:—also [full] πάρωος, Philum.Ven.32, Hsch.
II [full] παρώας ἵππος a chestnut horse (

μεταξὺ τεφροῦ καὶ πυρροῦ Phot.

),

αἱ παρῶαἱ ἵπποι Arist.HA630a29

: fem. [full] παρόα, PPetr. 3p.159 (cf. p.xviii) ; [full] παραύα, ibid.; [full] παρούα, ib.2p.117 (iii B.C.); cf. μαλοπάραυος.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρείας — παρείᾱς , παρείας reddish brown snake masc acc pl παρείᾱς , παρείας reddish brown snake masc nom sg (attic epic doric aeolic) παρείᾱς , παρείης masc acc pl παρείᾱς , παρείης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρειάς — παρειά̱ς , παρειά cheek fem acc pl παρειάς bandage for the cheek fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρείας — και παρούας και πάρωος, ὁ Α 1. ο πορείας όφις, σταχτοκόκκινο ιερό φίδι τού Ασκληπιού 2. (ενν. ίππος) καστανόχρωμο άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρειαί. Το ερπετό ονομάστηκε έτσι λόγω τής μεγάλης γνάθου του. Ο τ. παρούας έχει προέλθει από επίδραση τής λ.… …   Dictionary of Greek

  • παρειάς — ἡ, Α [παρειά] 1. επίδεσμος για το μάγουλο 2. παρειά …   Dictionary of Greek

  • παρειᾶς — παρειά cheek fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρείας — Παρείᾱς , Πάρεια fem acc pl Παρείᾱς , Πάρεια fem gen sg (attic doric aeolic) Παρείᾱς , Παρείη fem acc pl Παρείᾱς , Παρείη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεῖα — παρείας reddish brown snake masc voc sg παρείας reddish brown snake masc nom sg (epic) παρείης masc voc sg παρείης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρειάδα — παρειάς bandage for the cheek fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρειάδες — παρειάς bandage for the cheek fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρειάδι — παρειάς bandage for the cheek fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρειάδος — παρειάς bandage for the cheek fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”